κορδακισμός

κορδακισμός
κορδᾱκ-ισμός, , = foreg.,
A licentious dancing, D.2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in Hermes 17.222 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορδακισμός — ο (Α κορδακισμός) [κορδακίζω] κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση …   Dictionary of Greek

  • κορδακισμός — κορδᾱκισμός , κορδακισμός licentious dancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακτρισμός — μακτρισμός, ὁ (Α) είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος* («τὴν δ ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου *μακτρίζω… …   Dictionary of Greek

  • κορδακισμοῖς — κορδᾱκισμοῖς , κορδακισμός licentious dancing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμοί — κορδᾱκισμοί , κορδακισμός licentious dancing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμούς — κορδᾱκισμούς , κορδακισμός licentious dancing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμῶν — κορδᾱκισμῶν , κορδακισμός licentious dancing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμόν — κορδᾱκισμόν , κορδακισμός licentious dancing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”